- ικτωρ
- ἵκτωρ-ορος Aesch., Eur. = ἱκτήρ См. ικτηρ I и II
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ἵκτορας — ἵκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ικτορεύω — ἱκτορεύω (Α) [ίκτωρ] ικετεύω … Dictionary of Greek
sē̆ ik-, sī̆ k- — sē̆ ik , sī̆ k English meaning: to reach for, grab Deutsche Übersetzung: “reichen, greifen (with the Hand)” Material: Gk. ἵκω (*sīkō), Dor. εἵκω (*seikō) “come, gelange, erreiche”, Ion. Att. Inf. Aor. ἱκέσθαι (*sĭk ), Praes.… … Proto-Indo-European etymological dictionary